- κραδαίνω
- -ανα, κραδασμένος, -η, -ο, σείω κάτι απειλητικά, πάλλω: Όρμησε πάνω του κραδαίνοντας ένα μαχαίρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κραδαίνω — swing pres subj act 1st sg κραδαίνω swing pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαίνω — βλ. πίν. 44 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κραδαίνω — (AM κραδαίνω) 1. δονώ, πάλλω κάτι με δύναμη, ταρακουνώ (α. «ἐφαίνετο Παλλὰς κραδαίνουσ ἔγχος», Ευρ. β. «ἔσειεν ὁ θεὸς τῆς ἡμέρας πολλάκις... τὸ γὰρ ἔδαφος ἐκραδαίνετο», Συνέσ.) 2. προκαλώ ανησυχία και ταραχή («τοὺς πέραν βακτρίων Ἰνδοὺς ἐφόβησε… … Dictionary of Greek
κραδαίνῃ — κραδαίνω swing pres subj mp 2nd sg κραδαίνω swing pres ind mp 2nd sg κραδαίνω swing pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαινομένων — κραδαίνω swing pres part mp fem gen pl κραδαίνω swing pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαινόμενον — κραδαίνω swing pres part mp masc acc sg κραδαίνω swing pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαῖνον — κραδαίνω swing pres part act masc voc sg κραδαίνω swing pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαίνει — κραδαίνω swing pres ind mp 2nd sg κραδαίνω swing pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαίνοντα — κραδαίνω swing pres part act neut nom/voc/acc pl κραδαίνω swing pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδαίνουσι — κραδαίνω swing pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κραδαίνω swing pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)